ἄθυρσος: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄθυρσος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θύρσο, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄθυρσος:''' -ον, αυτός που δεν έχει θύρσο, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄθυρσος:''' не имеющий тирса Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without thyrsus, E.Or.1492 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 48] ohne Thyrsus, Eur. Or. 1492.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυρσος: -ον, ἄνευ θύρσου, Εὐρ. Ὀρ. 1492.Άθωος
Ἄθῳος, ἢ Ἄθωος, (ὡς ὁ Χοιροβ. ἔγραψεν αὐτὸ πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τοῦ ἀθῷος), η, ον, ὁ ἐκ τοῦ ὄρους Ἄθω, Αἰσχυλ. Ἀγ. 285, ἔνθα ἴδε Βλωμφ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans thyrse.
Étymologie: ἀ, θύρσος.
Spanish (DGE)
-ον sin tirso E.Or.1492.
Greek Monotonic
ἄθυρσος: -ον, αυτός που δεν έχει θύρσο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθυρσος: не имеющий тирса Eur.