αἱμύλιος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἱμύλιος:''' -ον = [[αἱμύλος]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | |lsmtext='''αἱμύλιος:''' -ον = [[αἱμύλος]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἱμύλιος:''' (ῠ) Hom., HH, Hes. = [[αἱμύλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = αἱμύλος, Od.1.56, h.Merc.317, Hes.Th.890, Thgn. 704; in good sense, Eranos 13.87.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμύλιος: -ον, = αἱμύλος, Ὀδ. Α. 56, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 317. Ἡσ. Θεογ. 704.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. αἱμύλος.
English (Autenrieth)
wheedling, winning, Od. 1.56†.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 encantador, seductor de las palabras μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Od.1.56, αἱμυλίοισι λόγοισι A.R.3.1141, μύθοισι ... αἱμυλίοισι A.R.1.792
•subst. αἱμυλίοισιν A.R.3.51, τὸ τε ἐπὶ τῇ γλώσσῃ καὶ τοῖς χείλεσιν αἱ. Eun.VS 465.
2 astuto, hábil, lisonjero αἱμυλίοισι λόγοισιν h.Merc.317, ἐξαπατήσας αἱ. λόγοισιν Hes.Th.890, ψεύδεά θ' αἱμυλίους τε λόγους Hes.Op.78, cf. Thgn.704.
Greek Monotonic
αἱμύλιος: -ον = αἱμύλος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
αἱμύλιος: (ῠ) Hom., HH, Hes. = αἱμύλος.