ἀλάτας: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]]. | |lsmtext='''ἀλάτας:''' ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί [[ἀλήτης]], [[ἀλητεία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλάτᾱς:''' дор. Soph. = [[ἀλήτης]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.
German (Pape)
[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.
French (Bailly abrégé)
dor. p. ἀλήτης.
Greek Monolingual
ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
Greek Monolingual
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.
Greek Monotonic
ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.