ἀκρατίζομαι: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' μέλ. <i>-ῐοῦμαι</i>, αποθ.· (<i>ἄκρᾱτος</i>)· [[πίνω]] [[κρασί]] που δεν έχει αναμιχθεί με [[νερό]], [[πίνω]] καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, [[προγευματίζω]], [[διότι]] το [[πρόγευμα]] αποτελούνταν από [[ψωμί]] βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκρᾱτίζομαι:''' <b class="num">1)</b> пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> предаваться распутству Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἄκρᾱτος)
A drink neat wine; hence, breakfast, because this consisted of bread dipped in wine (Ath.1.11c sq.), Ar.Pl. 295, ubi v. Sch., Canthar.8: c. acc., ἀ. κοκκύμηλα to breakfast on plums, Ar.Fr.607; μικρόν Aristomen.14: metaph., c. gen., ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166:—later in Act. -ίζω, fut. -ιῶ, entertain at breakfast, τοὺς ἐφήβους Inscr.Prien.113.41: metaph., ποτιζέτω καὶ ἀκρατιζέτω ψυχάς Ph.1.103.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾰτίζομαι: μέλλ. -ῐοῦμαι, ἀποθ.: (ἄκρᾱτος) = πίνω ἄκρατον, ἀμιγῆ οἶνον (merum): ἐντεῦθεν, προγευματίζω, καθ’ ὅσον τὸ πρόγευμα συνίστατο ἐκ τεμαχίου ἄρτου βεβαπτισμένου εἰς ἄκρατον οἶνον, (Ἀθήν. 11C, κἑξ.), Ἀριστοφ. Πλ. 295, ἔνθα ἴδε Σχολ., Κάνθαρ. Ἄδηλ. 1: - μετ’ αἰτ., ἀκρ. κοκκύμηλα, προγευματίζω μὲ δαμάσκηνα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 505α· μικρόν, Ἀριστομ. Ἄδηλ. 1: - μεταφ. μ. γεν. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας, Φίλων 2. 166.
French (Bailly abrégé)
1 boire du vin pur ; déjeuner (le petit-déjeuner consistant d’ordinaire en pain trempé dans du vin pur);
2 prendre, en guise de vin pur, une ration de, gén..
Étymologie: ἄκρατος.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ἀκρατίζω Gloss.2.223, act. fut. -ιῶ IPr.113.41 (I a.C.), part. perf. ἠκρατικώς Didyma 2.286 (II d.C.)]
1 desayunar Ar.Pl.295, con pan y vino puro Canthar.10
•c. ac. κοκκύμηλα tomar ciruelas para desayunar Ar.Fr.621, μικρόν Aristomen.14
•fig. c. gen. ἀμιγοῦς ἠκρατίσω σοφίας Ph.2.166.
2 v. act. invitar a beber vino puro c. ac. fig. ἀκρατιζέτω ψυχὰς ἵνα κατάσχετοι γένωνται θείᾳ μέθη Ph.1.103
•invitar a un desayuno o almuerzo, agasajar con una colación de mañana, a base de pan empapado en vino τούς τε ἐλευθέρους παῖδας καὶ τοὺς ἐφήβους IPr.l.c., ἠκρατικὼς ἐν τῇ ἀγωνοθεσίᾳ τὴν πόλιν Didyma l.c.
3 beber vino puro Sud.
Greek Monotonic
ἀκρᾱτίζομαι: μέλ. -ῐοῦμαι, αποθ.· (ἄκρᾱτος)· πίνω κρασί που δεν έχει αναμιχθεί με νερό, πίνω καθαρό, άκρατο οίνο· απ' όπου, προγευματίζω, διότι το πρόγευμα αποτελούνταν από ψωμί βουτηγμένο σε άκρατο οίνο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾱτίζομαι: 1) пить неразбавленное вино, т. е. завтракать (завтрак обычно состоял из хлеба, смоченного в чистом вине): ἀ. τι Arph. завтракать чем-л.;
2) предаваться распутству Arph.