ἀλιμενότης: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλῐμενότης:''' ἡ, [[έλλειψη]] λιμανιού, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀλῐμενότης:''' ἡ, [[έλλειψη]] λιμανιού, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλῐμενότης:''' ητος ἡ отсутствие (удобных) пристаней Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀλιμενία, X.HG4.8.7, Peripl.M.Eux.37.
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Hafenlosigkeit, Xen. Hell. 4, 8, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιμενότης: ἡ = ἀλιμενία, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
manque de port.
Étymologie: ἀλίμενος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
falta de puertos X.HG 4.8.7, Arr.Peripl.M.Eux.25.
Greek Monolingual
ἀλιμενότης, η (Α) ἀλίμενος
η αλιμενία.
Greek Monotonic
ἀλῐμενότης: ἡ, έλλειψη λιμανιού, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐμενότης: ητος ἡ отсутствие (удобных) пристаней Xen.