ἁλίτυρος: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίτῡρος:''' ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλίτῡρος:''' ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίτῡρος:''' ὁ соленый сыр Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fromage salé.
Étymologie: ἅλς², τυρός.
Spanish (DGE)
(ἁλίτῡρος) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
queso salado ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος AP 9.412 (Phld.).
Greek Monolingual
ἁλίτυρος, ο (Α)
αλατισμένο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + τυρός «τυρί»].
Greek Monotonic
ἁλίτῡρος: ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίτῡρος: ὁ соленый сыр Anth.