ἄκρηβος: Difference between revisions
From LSJ
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄκρηβος:''' -ον ([[ἄκρος]], [[ἥβη]]), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο [[στάδιο]] της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἄκρηβος:''' -ον ([[ἄκρος]], [[ἥβη]]), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο [[στάδιο]] της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄκρηβος:''' совсем юный Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A in earliest youth, Theoc.8.93.
German (Pape)
[Seite 81] in erster Jugend, Theocr. 8, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρηβος: -ον, ὁ εὑρισκόμενος ἐν τῇ πρωϊμωτάτῃ νεανικῇ ἡλικίᾳ, Θεοκρ. 8. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est dans la première jeunesse.
Étymologie: ἄκρος, ἥβη.
Spanish (DGE)
-ον
que está en la flor de la juventud, Trag.Adesp.656.18, νύμφα Theoc.8.93.
Greek Monotonic
ἄκρηβος: -ον (ἄκρος, ἥβη), αυτός που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο της νεαρής ηλικίας, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκρηβος: совсем юный Theocr.