ἅμιππος: Difference between revisions
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἅμιππος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. [[ταχύς]] σαν [[άλογο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἅμιπποι</i>, <i>οἱ</i>, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅμιππος:''' быстрый как конь ([[Βορεάς]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A keeping up with horses, i.e. fleet as horse, S.Ant. 985 (lyr.). II ἅμιπποι, οἱ, infantry mixed with cavalry, Th.5.57, X.HG7.5.23 (cj.), Arist.Ath.49.1, cf. Aristarch.ad Hdt.1.215 in PAmh.2.12. 2 pair of horses ridden by a postillion, Suid.
German (Pape)
[Seite 125] 1) roßschnell, Βορεάς Soph. Ant. 972. – 2) Bei Thuc. 5, 57 u. Xen. Hell. 7, 5, 23 Fußsoldaten, die zwischen die Reiter gestellt werden (ἅμα τοῖς ἱππεῦσι τεταγμένοι, Harpocr., der auch eine andere Art ἅμιπποι erwähnt, die zwei Pferde hatten, deren sie sich abwechselnd bedienten; vgl. B. A. 205).
Greek (Liddell-Scott)
ἅμιππος: -ον, ὁ ἅμα τῷ ἵππῳ πορευόμενος, ὁ ταχὺς ὡς ἵππος, Σοφ. Ἀντ. 985. ΙΙ. ἅμιπποι, οἱ, = πεζοὶ ἀναμεμιγμένοι μετὰ τοῦ ἱππικοῦ, Θουκ. 5. 57, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 rapide comme un coursier;
2 οἱ ἅμιπποι fantassins mêlés aux cavaliers.
Étymologie: ἅμα, ἵππος.
Greek Monolingual
ἅμιππος, -ον (Α)
1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι
πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος.
Greek Monotonic
ἅμιππος: -ον, I. αυτός που πορεύεται μαζί με τα άλογα, δηλ. ταχύς σαν άλογο, σε Σοφ.
II. ἅμιπποι, οἱ, πεζοί μαζί με ιππείς, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἅμιππος: быстрый как конь (Βορεάς Soph.).