ἀμφιβώμιος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφιβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιβώμιος:''' у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιβώμιος Medium diacritics: ἀμφιβώμιος Low diacritics: αμφιβώμιος Capitals: ΑΜΦΙΒΩΜΙΟΣ
Transliteration A: amphibṓmios Transliteration B: amphibōmios Transliteration C: amfivomios Beta Code: a)mfibw/mios

English (LSJ)

ον,

   A at the altar, E.Tr.562.

German (Pape)

[Seite 137] den Altar umgebend, σφαγαί Eur. Tr. 578; τροφαί Conj. Herm. Ion 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιβώμιος: -ον, ὁ περὶ τὸν βωμόν, Εὐρ. Τρῳ. 578: ― ὡσαύτως ἀμφίβωμος, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait autour de l’autel.
Étymologie: ἀμφί, βωμός.

Spanish (DGE)

-ον que tiene lugar en torno al altar σφαγαί E.Tr.562.

Greek Monolingual

ἀμφιβώμιος, -ιον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βώμιος < βωμός.

Greek Monotonic

ἀμφιβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται γύρω από το βωμό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιβώμιος: у алтаря совершаемый (σφαγαί Eur.) или находящийся (τροφαί Eur.).