ἀμφίθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), πηγμένος γύρω από [[τραύμα]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀμφίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), πηγμένος γύρω από [[τραύμα]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίθρεπτος:''' запекшийся вокруг ([[αἷμα]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A clotted round a wound, αἷμα S.Tr.572.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίθρεπτος: -ον, ὁ πεπηγὼς περί τι, ἀμφίθρεπτον αἷμα, τὸ περὶ τὸ τραῦμα πεπηγὸς αἶμα, Σοφ. Τρ. 572.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
coagulé tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον coagulado en torno, αἷμα S.Tr.572.
Greek Monolingual
ἀμφίθρεπτος, -ον (Α) τρέφω
(για το αίμα) αυτός που έχει πήξει γύρω από ένα τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θρεπτός].
Greek Monotonic
ἀμφίθρεπτος: -ον (τρέφω), πηγμένος γύρω από τραύμα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίθρεπτος: запекшийся вокруг (αἷμα Soph.).