ἀναθρῴσκω: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναθρῴσκω:''' ποιητ. και Ιων. ἀν-[[θρῴσκω]]· αόρ. βʹ <i>-έθορον</i>· [[αναπηδώ]], εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον</i>, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀναθρῴσκω:''' ποιητ. και Ιων. ἀν-[[θρῴσκω]]· αόρ. βʹ <i>-έθορον</i>· [[αναπηδώ]], εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον</i>, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθρῴσκω:''' (тж. -θρω-), ион. тж. [[ἀνθρῴσκω]] (aor. 2 [[ἀνέθορον]])<br /><b class="num">1)</b> подпрыгивать, подскакивать ([[ὀλοοίτροχος]] ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὶ [[ἀναθορεῖν]] Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.): [[ἀμβώσας]] ἀναθρῴσκει Her. вскрикнув, он подскочил;<br /><b class="num">2)</b> вскакивать (ἐπὶ τὸν ἵππον Her.);<br /><b class="num">3)</b> бросаться, устремляться ([[αἷμα]] ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.): ἀναθορὼν ἀπήντησε ([[αὐτῷ]]) Plut. он бросился ему навстречу. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. and Ion. ἀνθρ-: aor. 2
A -θορεῖν X.Lac.2.3: aor. 1 subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293:—spring up, ὕψι δ' ἀναθρῴσκων πέτεται Il.13.140; of blood, Emp.100.8; of men, ὃς δ' ἀμβώσας μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. AP9.774 (Glauc.); ἀναθρῴσκει ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ἀνέθορον;
s’élancer, bondir.
Étymologie: ἀνά, θρῴσκω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. imperat. ἄνθρωσκε S.Fr.422; aor. rad. ind. ἀνέθορον E.Or.1416, inf. ἀναθορεῖν X.Lac.2.3; aor. sigmático subj. ἀναθρώξωσι Opp.H.3.293]
I 1saltar, brincar ὕψι δ' ἀναθρώσκων πέτεται Il.13.140, cf. S.l.c., X.Lac.2.3, AP 9.774 (Glauc.), Philostr.Im.2.11
•saltar, dar un salto sobre ἐπὶ τὸν ἵππον Hdt.3.64, ἐπὶ τὴν στρωμνήν Ael.NA 6.62, ἐπί τινα λόφον ὑψηλόν Ael.NA 13.14
•c. ac. μαρμαρυγαί, αἴρῃσιν ὅτε ῥήσσοιτο σίδηρος, ἠέρ' ἀναθρῴσκουσι Euph.81.10
•levantarse de un salto esp. de la cama tras despertar de un sueño μέγα ἀναθρῴσκει Hdt.7.18, cf. Procop.Goth.2.20.29, X.Eph.2.8.2
•en gener., Luc.Prom.Es.4, Nonn.D.19.69
•saltar fuera de c. gen. ἀνθίαι ... θαλάσσης Opp.H.3.293, ὑψορόφων ἀπέδιλος ... μελάθρων Nonn.D.8.18, de Lázaro ἀχλυόεντος ... βερέθρου Nonn.Par.Eu.Io.11.45.
2 fig. elevarse, ascender πρὸς τὸν πατέρα de Cristo, Cyr.Al.M.69.476C.
3 hacer brotar μελίλωτον PMag.4.942.
II saltar o retirarse hacia atrás de la sangre en la teoría sobre la respiración y circulación, Emp.B 100.8, ἀνὰ δὲ δρομάδες ἔθορον ... Φρύγες se retiraron los frigios dando saltos E.Or.1416, αὐτόματοι θυρέων ὑπόειξαν ὀχῆες ... ἄψορροι ἀναθρῴσκοντες por sí solos cedían los cerrojos ... saltando hacia atrás A.R.4.42.
Greek Monotonic
ἀναθρῴσκω: ποιητ. και Ιων. ἀν-θρῴσκω· αόρ. βʹ -έθορον· αναπηδώ, εκτινάσσομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· ἀναθρώσκει ἐπὶτὸν ἵππον, αναπηδά, ανεβαίνει πηδώντας πάνω του, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθρῴσκω: (тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)
1) подпрыгивать, подскакивать (ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὶ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.): ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. вскрикнув, он подскочил;
2) вскакивать (ἐπὶ τὸν ἵππον Her.);
3) бросаться, устремляться (αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.): ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. он бросился ему навстречу.