ὀλοοίτροχος
English (LSJ)
v. ὀλοίτροχος.
German (Pape)
[Seite 326] poet. = ὁλοίτροχος; Il. 13, 137; Orak. bei Her. 5, 92, 2.
English (Autenrieth)
(ϝολ., cf. volvo): rolling stone, round rock, Il. 13.137†.
Greek Monolingual
ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α)
1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.)
2. ως επίθ. σφαιροειδής, στρογγυλός («πέτροι ὀλοίτροχοι» — στρογγυλοί λίθοι με τους οποίους παραβάλλονται οι ισχυροί στρογγυλοί μυώνες τών αθλητών, Θεοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. < ὀλοο- + -τροχος (< επίθ. τροχός «αυτός που τρέχει» < τρέχω), πρβλ. εύ-τροχος, περί-τροχος. Κατά μία άποψη, το α' συνθετικό της λ. ὀλοο- (< FολοFο- «στροφή, γύρισμα») εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wel- «στρέφω, κυλίω» και συνδέεται με τη λ. ειλεός (< FελεFος) και τα ρ. εἰλῶ «στρέφω, περιτυλίσσω» (βλ. λ. είλω) και εἰλύω. Το -οι- του τ. ὀλοοίτροχος είναι δυσερμήνευτο, παρ' ότι δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί κατάλ. τοπικής πτώσης. Η σύνδεση του α' συνθετικού με τη λ. ὀλοός (Ι) «καταστροφέας» θεωρείται παρετυμολογική. Σε παρετυμολογική, εξάλλου, επίδραση του επιθ. ὅλος οφείλεται η δασύτητα του τ. ὁλοίτροχος (πρβλ. και την γλώσσα του Ησύχ. «ὁλότροχος
περιφερής λίθος»). Τέλος, ανάλογο σχημ. αποτελεί και η γλώσσα του Ησύχ. «ὀλοοίτροπα
παρά Ροδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν» με σημ. «γλυκά που τά γυρίζει κανείς για να ψηθούν»].
Greek Monotonic
ὀλοοίτροχος: ὁ, εκτεταμ. Επικ. τύπος του ὁλοίτροχος.
Russian (Dvoretsky)
ὀλοοίτροχος: Hom., Theocr. = ὁλοίτροχος I.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (accent uncertain cf. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).
Meaning: round piece of rock, boulder, large stone (Ν 137, Democr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β).
Other forms: ὀλοίτροχος (Hdt. 8, 52, Theoc. 22, 49), ὁλοίτροχος (X. An. 4, 2, 3)
Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el- turn, wind
Etymology: Prob. prop. circle-runner, technical term for a round stone, which is taken down from above or by a vehement stream taken forth. The 1. element belongs to εἰλέω roll, turn and looks as a locative (Pott); after Bechtel Lex. s. v. (with extensive treatment) from a noun *ϜολοϜο- whirl, rotation with closer connection with εἰλεός (s. v.); rejected by Shipp Studies 49 f. (rather with the Ancients to ὀλοός pernicious; οι metr. condit.).
Middle Liddell
ὀλοοίτροχος, ὁ, [lengthd. epic form of ὁλοίτροχος.]
Frisk Etymology German
ὀλοοίτροχος: (Ν 137, Demokr. 162, Orac. ap. Hdt. 5, 92 β),
{olooítrokhos}
Forms: ὀλοίτροχος (Hdt. 8, 52, Theok. 22, 49), ὁλοίτροχος (X. An. 4, 2, 3)
Grammar: m.
Meaning: rundes Felsstück, Felsblock, Rollstein (Akz. unsicher, vgl. Wackernagel Gött. Nachr. 1914, 129 = Kl. Schr. 2, 1186).
Etymology : Wohl eig. "Kreisläufer", Fachausdruck für einen runden Stein, der von oben herabgewälzt oder von einem heftigen Strom mitgerissen wird. Das Vorderglied gehört dann zu εἰλέω rollen, drehen, wälzen und sieht wie ein Lokativ aus (Pott); nach Bechtel Lex. s. v. (wo ausführliche Behandlung) von einem Nomen *ϝολοϝο- Wirbel, Drehung mit naher Beziehung zu εἰλεός (s. d.); ablehnend Shipp Studies 49 f. (eher mit den Alten zu ὀλοός verderblich; οι metrisch bedingt).
Page 2,380