ἀμφίασμα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμφίασμα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιάζω]]), [[ένδυμα]], σε Κτησ., Λουκ. | |lsmtext='''ἀμφίασμα:''' -ατος, τό ([[ἀμφιάζω]]), [[ένδυμα]], σε Κτησ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμφίασμα:''' ατος τό Plut., Luc. = [[ἀμφίεσμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A garment, Ctes.Fr.29.10, Luc.Cyn.17.
German (Pape)
[Seite 136] τό, = ἀμφίεσμα, L uc. equ. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίασμα: -ατος, τό, = ἀμφίεσμα, ἔνδυμα, Κτησ. Περσ. 19, Λουκ. Κυν. 17.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement.
Étymologie: ἀμφί.
Spanish (DGE)
-ματος, τό vestidura Ctes.13.12, Luc.Cyn.17, Hsch.
Greek Monolingual
ἀμφίασμα, το (Α) ἀμφιάζω ένδυμα, ρούχο.
Greek Monotonic
ἀμφίασμα: -ατος, τό (ἀμφιάζω), ένδυμα, σε Κτησ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίασμα: ατος τό Plut., Luc. = ἀμφίεσμα.