ἀναθρέω: Difference between revisions
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναθρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε [[σύγκριση]] με τα [[λόγια]] τους, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀναθρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε [[σύγκριση]] με τα [[λόγια]] τους, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναθρέω:''' тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A look up at, view narrowly, E.Hec.808; ἀ. ὃ ὄπωπεν Pl. Cra.399c:—Pass., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα compared with... Th.4.87.
German (Pape)
[Seite 188] genau betrachten, Eur. Hec. 808; pass., Thuc. 4, 87; bei Plat. Crat. 399 c zur Ableitung von ἄνθρωπος benutzt, mehr: nach oben blicken u. betrachten.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθρέω: βλέπω πρὸς τὰ ἄνω, βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ὡς τὸ ἀναθεωρέω, Εὐρ. Ἑκ. 808· καὶ ἀναθρεῖ καὶ λογίζεται τοῦτο ὃ ὄπωπεν. Πλάτ. Κρατ. 399C: - Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, συγκρινόμενα πρὸς..., Θουκ. 4. 86.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
examiner avec attention ; Pass. ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα THC actes que l’on met en regard des paroles.
Étymologie: ἀνά, ἀθρέω.
Spanish (DGE)
contemplar, observar detenidamente οἷ' ἔχω κακά E.Hec.808, τοὺς ἀδίκους Ar.Fr.58.5Au., τοῦτο ὃ ὄπωπεν Pl.Cra.399c, εἰς τὸν οὐρανόν Crito 3, πρὸς τὸ ἀληθές Clem.Al.Paed.2.1.9, cf. Prot.10.92.5
•en pas. τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα nuestra conducta examinada a la luz de las palabras Th.4.87.
Greek Monotonic
ἀναθρέω: μέλ. -ήσω, ερευνώ, εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε σύγκριση με τα λόγια τους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναθρέω: тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.