ἄναντα: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄναντα:''' επίρρ. του [[ἀνάντης]], ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἄναντα:''' επίρρ. του [[ἀνάντης]], ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄναντα:''' adv. в гору, вверх ([[ἦλθον]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A up-hill, opp. κάταντα (q. v.), Il.23.116.
German (Pape)
[Seite 199] (s. ἀνάντης). bergauf, Il. 23, 116.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
French (Bailly abrégé)
adv.
en montant.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
I adj. neutr. plu.
1 cosas no trituradas S.Fr.294.
2 ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα Hsch.
II adv. cuesta arriba ἧλθον Il.23.116.
Greek Monolingual
επίρρ. (Α ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντι
αρχ.
προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].
Greek Monotonic
ἄναντα: επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναντα: adv. в гору, вверх (ἦλθον Hom.).