ἀνάκλιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκλῐτος:''' -ον, αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]]· ἀν. [[θρόνος]], [[κάθισμα]] με «[[πλάτη]]», σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνάκλῐτος:''' -ον, αυτός που γέρνει προς τα [[πίσω]]· ἀν. [[θρόνος]], [[κάθισμα]] με «[[πλάτη]]», σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάκλῐτος:''' наклоненный, откидной: ἀ. [[θρόνος]] Plut. кресло со спинкой.
}}
}}

Revision as of 12:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλῐτος Medium diacritics: ἀνάκλιτος Low diacritics: ανάκλιτος Capitals: ΑΝΑΚΛΙΤΟΣ
Transliteration A: anáklitos Transliteration B: anaklitos Transliteration C: anaklitos Beta Code: a)na/klitos

English (LSJ)

ον,

   A forreclining, δίφρος Hp.Superf.8, Aret.CA1.4; θρόνος, = ἀνακλιντήριον, Plu.Rom.26; τὰ ἀνάκλιτα Ps.-Callisth.3.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλῐτος: -ον, ἀνακεκλιμένος, ἐν δίφρῳ Ἀρετ. περὶ Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 2. ΙΙ. ἀν. θρόνος = ἀνακλιντήριον, Πλουτ. Ρωμ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étendu en arrière : ἀνάκλιτος θρόνος siège à dos renversé, sorte de chaise longue.
Étymologie: ἀνακλίνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 apto para reclinarse, δίφρος Hp.Superf.8, Aret.CA 1.4.7, θρόνος Plu.Rom.26.
2 subst. τὸ ἀ. respaldo LXX Ca.3.10, Ps.Callisth.3.22B.

Greek Monolingual

ἀνάκλιτος, -ον (Α) ἀνακλίνω
1. ανακεκλιμένος, ξαπλωμένος
2. φρ. «ἀνάκλιτος θρόνος», το ανάκλιντρο.

Greek Monotonic

ἀνάκλῐτος: -ον, αυτός που γέρνει προς τα πίσω· ἀν. θρόνος, κάθισμα με «πλάτη», σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλῐτος: наклоненный, откидной: ἀ. θρόνος Plut. кресло со спинкой.