αὐτόκτιτος: Difference between revisions
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''αὐτόκτῐτος:''' -ον ([[κτίζω]]), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. [[φυσικός]], ο εκ φύσεως, <i>ἄντρα</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτόκτῐτος:''' естественный, природный (ἄντρα Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κτίζω)
A self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301˙ «αὐτοκτί[σ]τους δόμους˙ οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.
Spanish (DGE)
-ον originado por sí mismo, natural ἄντρα A.Pr.301.
Greek Monolingual
αὐτόκτιτος, -ον (AM)
αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτιτος < κτίζω.
Greek Monotonic
αὐτόκτῐτος: -ον (κτίζω), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. φυσικός, ο εκ φύσεως, ἄντρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόκτῐτος: естественный, природный (ἄντρα Aesch.).