ἀσκητέος: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀσκητέος:''' -α, -ον, ρηματ. επίθ. του [[ἀσκέω]]·<br /><b class="num">I.</b> που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἀσκητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να ασκήσει, <i>σοφίαν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀσκέω]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[practised]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> ἀσκητέον, one must [[practise]], σοφίαν Plat.
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89.    II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg.487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.