βιβλιοκάπηλος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βιβλιοκάπηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[έμπορος]] βιβλίων, σε Λουκ.
|lsmtext='''βιβλιοκάπηλος:''' [ᾰ], ὁ, [[έμπορος]] βιβλίων, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''βιβλιοκάπηλος:''' ὁ Luc. = [[βιβλιοπώλης]].
}}
}}

Revision as of 08:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιοκάπηλος Medium diacritics: βιβλιοκάπηλος Low diacritics: βιβλιοκάπηλος Capitals: ΒΙΒΛΙΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: bibliokápēlos Transliteration B: bibliokapēlos Transliteration C: vivliokapilos Beta Code: biblioka/phlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A dealer in books, Luc.Ind.4,24.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.

Greek Monolingual

ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.

Greek Monotonic

βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.