ἀπερωεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερωεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπερωεύς:''' -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει [[εμπόδιο]] σε [[κάτι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπερωεύς:''' έως, эп. ῆος ὁ разрушитель, помеха (μενέων τινός Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπερωεύς Medium diacritics: ἀπερωεύς Low diacritics: απερωεύς Capitals: ΑΠΕΡΩΕΥΣ
Transliteration A: aperōeús Transliteration B: aperōeus Transliteration C: aperoeys Beta Code: a)perweu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A thwarter, ἐμῶν μενέων ἀπερωεύς Il.8.361.

German (Pape)

[Seite 288] ὁ, der Vereitler, Verhinderer, ἐμῶν μενέων Il. 8, 361.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπερωεύς: έως, κωλυτής, ἐμῶν μενέων ἀπερωεὺς Ἰλ. Θ. 361.

French (Bailly abrégé)

έως, épq. ῆος (ὁ) :
qui arrête.
Étymologie: ἀπερωέω.

English (Autenrieth)

(ἀπερωέω): thwarter; μενέων, Il. 8.361†.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ
entorpecedor, sofrenador c. gen. ἐμῶν μενέων Il.8.361.

Greek Monolingual

ἀπερωεύς (-έως), ο (Α) απερωέω
αυτός που προβάλλει εμπόδια, που παρεμποδίζει.

Greek Monotonic

ἀπερωεύς: -έως, ὁ, αυτός που εναντιώνεται, που προβάλλει εμπόδιο σε κάτι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπερωεύς: έως, эп. ῆος ὁ разрушитель, помеха (μενέων τινός Hom.).