βοσκητέον: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοσκητέον]], adj. verb. van [[βόσκω]], men moet voederen.
}}
}}

Revision as of 06:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοσκητέον Medium diacritics: βοσκητέον Low diacritics: βοσκητέον Capitals: ΒΟΣΚΗΤΕΟΝ
Transliteration A: boskētéon Transliteration B: boskēteon Transliteration C: voskiteon Beta Code: boskhte/on

English (LSJ)

   A one must feed, τὸν πατέρζ Ar.Av.1359.

Greek (Liddell-Scott)

βοσκητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ θρέψῃ, βοσκήσῃ, τι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1359.

Spanish (DGE)

hay que cebar, hay que alimentar τὸν πατέρα Ar.Au.1359.

Greek Monotonic

βοσκητέον: ρημ. επίθ. του βόσκω, κάποιος πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοσκητέον, adj. verb. van βόσκω, men moet voederen.