ἀπότιλμα: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπότιλμα:''' -ατος, τό, το [[μέρος]] που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ. | |lsmtext='''ἀπότιλμα:''' -ατος, τό, το [[μέρος]] που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπότιλμα:''' ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A piece plucked off, γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pluckings, Theoc.15.19.
German (Pape)
[Seite 331] τό, das Abgerupfte, Theocr. 15, 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπότιλμα: τό, μέρος ἀποσπασθέν, γραῖαν ἀποτίλματα πηρᾶν, ἀποσπάσματα, μαδήματα, Θεοκρ. 15. 19.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
plume ou poil arraché.
Étymologie: ἀποτίλλω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
pelo o hilacha arrancados γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν pelusa, borra de alforjas viejas Theoc.15.19.
Greek Monolingual
ἀπότιλμα, το (Α) αποτίλλω
αυτό που προέρχεται από το μάδημα, μαδημένο μαλλί
(«γραιᾱν ἀποτίλματα πηρᾱν», Θεόκρ.
ξέφτια από παλιοσακούλες).
Greek Monotonic
ἀπότιλμα: -ατος, τό, το μέρος που έχει αποσπαστεί, που έχει μαδηθεί, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπότιλμα: ατος τό выщипанные волосы, т. е. клок (γραιᾶν ἀποτίλματα πηρᾶν Theocr.).