ἔκδετος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔκδετος:''' -ον ([[ἐκδέω]]), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἔκδετος:''' -ον ([[ἐκδέω]]), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε [[κάτι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔκδετος:''' привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).
}}
}}

Revision as of 19:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδετος Medium diacritics: ἔκδετος Low diacritics: έκδετος Capitals: ΕΚΔΕΤΟΣ
Transliteration A: ékdetos Transliteration B: ekdetos Transliteration C: ekdetos Beta Code: e)/kdetos

English (LSJ)

ον, (ἐκδέω)

   A fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.

Spanish (DGE)

-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).

Greek Monotonic

ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδετος: привязанный (ἐξ ἵππων Anth.).