δύσπονος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύσπονος:''' -ον, [[κουραστικός]], [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], σε Σοφ. | |lsmtext='''δύσπονος:''' -ον, [[κουραστικός]], [[επίπονος]], [[κοπιαστικός]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύσπονος:''' тяжелый, непосильный (πόνοι Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A toilsome, S.Ant.1276 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 687] mühselig, πόνοι Soph. Ant. 1262.
Greek (Liddell-Scott)
δύσπονος: -ον, κοπώδης. Σοφ. Ἀντ. 1276.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fatigant, pénible.
Étymologie: δυσ-, πόνος.
Spanish (DGE)
-ον
penoso, doloroso πόνοι βροτῶν δύσπονοι S.Ant.1276, cf. Eust.1548.9.
Greek Monolingual
δύσπονος, -ον (Α)
κοπιαστικός.
Greek Monotonic
δύσπονος: -ον, κουραστικός, επίπονος, κοπιαστικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
δύσπονος: тяжелый, непосильный (πόνοι Soph.).