πέπρωται: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ. | |lsmtext='''πέπρωται:''' [[πέπρωτο]], γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *[[πόρω]]· [[πεπρωμένος]], μτχ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πέπρωται:''' эп. 3 л. sing. pf. к [[πορεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
πέπρωτο, πεπρωμένος,
A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.
Greek (Liddell-Scott)
πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.
Greek Monotonic
πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.
Russian (Dvoretsky)
πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.