συγκοινόομαι: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''συγκοινόομαι:''' μέλ. <i>-ώσομαι</i>, Μέσ., [[κοινοποιώ]], [[κοινολογώ]], [[ανακοινώνω]], <i>τίτινι</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκοινόομαι:''' сообщать (τί τινι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο). 2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.
German (Pape)
[Seite 968] dep. med., mittheilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.
Greek (Liddell-Scott)
συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.
Greek Monotonic
συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συγκοινόομαι: сообщать (τί τινι Thuc.).