πενθητήριος: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πενθητήριος:''' -α, -ον ([[πενθέω]]), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως [[ένδειξη]] πένθους, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πενθητήριος:''' -α, -ον ([[πενθέω]]), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως [[ένδειξη]] πένθους, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πενθητήριος:''' скорбный ([[πλόκαμος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of or in sign of mourning, πλόκαμος A.Ch.7 ; βόθροι π. trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.
German (Pape)
[Seite 555] zum Klagen oder Trauern gehörig; πλόκαμος, Aesch. Ch. 8; βόθροι, Ion trag. bei Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πενθητήριος: -α, -ον, ὁ εἰς σημεῖον πένθους, Αἰσχύλ. Χο. 8.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne le deuil, de deuil.
Étymologie: πενθητήρ.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ πενθητήρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θρήνο, στο πένθος («πλόκαμον... πενθητήριον», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
πενθητήριος: -α, -ον (πενθέω), αυτός που αναφέρεται ή έρχεται ως ένδειξη πένθους, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πενθητήριος: скорбный (πλόκαμος Aesch.).