χαλκοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ. | |lsmtext='''χαλκοπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκοπᾰγής:''' сделанный из меди ([[σάλπιγξ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A made of bronze, σάλπιγξ AP6.46 (Antip.Sid.).
German (Pape)
[Seite 1331] ές, von Erz oder Kupfer zusammengefügt, gemacht, σάλπιγξ Antp. Sid. 10 (VI, 46).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοπᾰγής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, σάλπιγξ Ἀνθ. Παλατ. 6. 46.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’airain.
Étymologie: χαλκός, πήγνυμι.
Greek Monolingual
-ές, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -παγής (< πήγνυμι «μπήγω, στερεώνω»), πρβλ. δορυ-παγής, ὑδρο-παγής].
Greek Monotonic
χαλκοπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοπᾰγής: сделанный из меди (σάλπιγξ Anth.).