κῆται: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(5)
(3)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῆται:''' συνηρ. από το [[κέηται]], γʹ ενικ. υποτ. του [[κεῖμαι]].
|lsmtext='''κῆται:''' συνηρ. από το [[κέηται]], γʹ ενικ. υποτ. του [[κεῖμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''κῆται:''' эп. (= [[κέηται]]) 3 л. sing. conjct. к [[κεῖμαι]].
}}
}}

Revision as of 22:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

contr. de κέηται.

English (Autenrieth)

see κεῖμαι.

Greek Monotonic

κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.

Russian (Dvoretsky)

κῆται: эп. (= κέηται) 3 л. sing. conjct. к κεῖμαι.