εἰσοπίσω: Difference between revisions
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰσοπίσω:''' [ῐ], επίρρ., στο [[εξής]], εν συνεχεία, στη [[συνέχεια]], [[εφεξής]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. | |lsmtext='''εἰσοπίσω:''' [ῐ], επίρρ., στο [[εξής]], εν συνεχεία, στη [[συνέχεια]], [[εφεξής]], σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰσοπίσω:''' adv. тж. εἰς [[ὀπίσω]] в дальнейшем, впоследствии, впредь HH, Soph., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Adv.
A in time to come, hereafter, h.Ven.104, S.Ph.1104 (lyr.), Rhian.66. II backwards, Opp.C.4.362, Q.S.1.243, al.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσοπίσω: ῐ, ἐπίρρ., εἰς τὸ ἑξῆς, ἐν τῷ μέλλοντι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 104, Σοφ. 1105· καὶ διῃρημένως εἰς ὀπίσω, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 140.
French (Bailly abrégé)
adv.
c. εἰσόπιν.
Étymologie: εἰς, ὀπίσω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῐ-]
adv.
1 temp. para el futuro, en lo sucesivo, en adelante ποιεῖ δ' εἰ. θαλερὸν γόνον h.Ven.104, παίδων ζητεῖν εἰ. γενεήν Sol.19.10, cf. S.Ph.1104, Opp.C.4.362.
2 local hacia atrás ὃ δ' ἄρα στενάχων ἀπόρουσεν εἰ. Q.S.1.243.
Greek Monotonic
εἰσοπίσω: [ῐ], επίρρ., στο εξής, εν συνεχεία, στη συνέχεια, εφεξής, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσοπίσω: adv. тж. εἰς ὀπίσω в дальнейшем, впоследствии, впредь HH, Soph., Anth.