εὐφόρμιγξ: Difference between revisions
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη [[λύρα]] ή παίζοντας όμορφα τη [[λύρα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη [[λύρα]] ή παίζοντας όμορφα τη [[λύρα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐφόρμιγξ:''' ιγγος adj.<br /><b class="num">1)</b> хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);<br /><b class="num">2)</b> искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий ([[ἀοιδά]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10. II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.
Greek Monolingual
εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].
Greek Monotonic
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρμιγξ: ιγγος adj.
1) хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);
2) искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий (ἀοιδά Anth.).