ὑποκρητηρίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποκρητηρίδιον:''' Ιων. αντί του <i>ὑπο-κρατ-</i>. | |lsmtext='''ὑποκρητηρίδιον:''' Ιων. αντί του <i>ὑπο-κρατ-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκρητηρίδιον:''' τό ион. = [[ὑποκρατηρίδιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ὑποκρητήριον, Ion. for ὑποκρατ-.
German (Pape)
[Seite 1221] τό, ein kleiner Untersatz od. Gestell unter dem Mischgefäße, κρήτήρ, Her. 1, 25; vgl. Hegesand. bei Ath. V, 210 b; Plut. def. or. 14 wird es κρατῆρος ἕδρα καὶ βάσις erkl.; Philostr. V. Apoll. c. 11 auch ὑποκρατηρίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκρητηρίδιον: ὑποκρητήριον, Ἰων. ἀντὶ ὑποκρατ-.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποκρατηρίδιον.
Greek Monolingual
τὸ, Α
ιων. τ. βλ. ὑποκρατηρίδιον.
Greek Monotonic
ὑποκρητηρίδιον: Ιων. αντί του ὑπο-κρατ-.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκρητηρίδιον: τό ион. = ὑποκρατηρίδιον.