Πινδόθεν: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
(6)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Πινδόθεν:''' επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.
|lsmtext='''Πινδόθεν:''' επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''Πινδόθεν:''' adv. с Пинда Pind.
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πινδόθεν Medium diacritics: Πινδόθεν Low diacritics: Πινδόθεν Capitals: ΠΙΝΔΟΘΕΝ
Transliteration A: Pindóthen Transliteration B: Pindothen Transliteration C: Pindothen Beta Code: *pindo/qen

English (LSJ)

Adv.

   A from Mount Pindus, Pi.P.1.66.

Greek (Liddell-Scott)

Πινδόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ ὄρους Πίνδου, Πινδ. Π. 1. 126.

French (Bailly abrégé)

adv.
du Pinde.
Étymologie: Πίνδος, -θεν.

Greek Monotonic

Πινδόθεν: επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

Πινδόθεν: adv. с Пинда Pind.