κρόκεος: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κρόκεος:''' -ον ([[κρόκος]]), αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ. | |lsmtext='''κρόκεος:''' -ον ([[κρόκος]]), αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρόκεος:''' шафранового цвета, шафранный ([[εἷμα]] Pind.; [[πέπλος]], πέταλα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (κρόκος)
A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.
English (Slater)
κρόκεος
1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)
Greek Monolingual
κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).