μουσίζω: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μουσίζω:''' Δωρ. Μουσίσδω ([[μοῦσα]]), μόνο στον ενεστ., [[τραγουδώ]], [[ψάλλω]], σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μουσίζω:''' дор. [[μουσίσδω]] тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A sing or play, Dor. μουσ-ίσδω Theoc.8.38, 11.81:—Med. in act. sense, ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος E.Cyc.489 (anap.).
German (Pape)
[Seite 211] dor. μουσίσδω, Theocr. 8, 38, lak. u. äol. μουσίδδω, Hesych., ein Instrument spielen, singen, auch im med., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος, Eur. Cycl. 487, ertönen lassen.
Greek (Liddell-Scott)
μουσίζω: ᾄδω ἢ παίζω, Δωρ. μουσίσδω, Θεόκρ. 8. 38., 11. 81· Λακων. μουσίδδω, Ἡσύχ.· - Μέσ., ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Εὐρ. Κύκλ. 489.
Greek Monolingual
μουσίζω, δωρ. τ. μουσίσδω (Α) [[[μούσα]] (Ι)]
τραγουδώ ή παίζω όργανο.
Greek Monotonic
μουσίζω: Δωρ. Μουσίσδω (μοῦσα), μόνο στον ενεστ., τραγουδώ, ψάλλω, σε Θεόκρ. — Μέσ. με Ενεργ. σημασία, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μουσίζω: дор. μουσίσδω тж. med. петь или играть Theocr.: ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος Eur. (о пьяном Киклопе) горланя свои отвратительные песни.