δύστονος: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''δύστονος:''' -ον, αντί <i>δύσ-στονος</i>, [[αξιοθρήνητος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''δύστονος:''' горестный (κήδεα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύστονος Medium diacritics: δύστονος Low diacritics: δύστονος Capitals: ΔΥΣΤΟΝΟΣ
Transliteration A: dýstonos Transliteration B: dystonos Transliteration C: dystonos Beta Code: du/stonos

English (LSJ)

ον, (στένω)

   A lamentable, grievous, A.Th.989 (lyr., codd.), Ch.469 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu beklagen, jammervoll, κήδεα, κακά, Aesch. Spt. 971. 989.

Greek (Liddell-Scott)

δύστονος: -ον, θρηνώδης, ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 984, 999.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: δυσ-, στένω.

Spanish (DGE)

-ον
lamentable, deplorable κήδη A.Ch.469, κακά A.Th.998, δύστονα κήδε' ὁμώνυμα A.Th.984.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται στη δυστονία ή προέρχεται από αυτήν
2. ως ουσ. εκείνος που πάσχει από μυϊκή δυστονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + τόνος.———————— (II)
δύστονος, -ον (Α)
αξιοθρήνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δυς- + -στονος < στένω].

Greek Monotonic

δύστονος: -ον, αντί δύσ-στονος, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύστονος: горестный (κήδεα Aesch.).