σφοδρύνομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(6)
 
(1b)
 
Line 1: Line 1:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σφοδρύνομαι:''' Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]]· <i>σφονδρύνεσθαί τινι</i>, [[δείχνω]] υπερβολική [[πεποίθηση]] για [[κάτι]], επαίρομαι, θρασύνομαι, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σφοδρύνομαι:''' Παθ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[σφοδρός]], [[βίαιος]], [[παράφορος]]· <i>σφονδρύνεσθαί τινι</i>, [[δείχνω]] υπερβολική [[πεποίθηση]] για [[κάτι]], επαίρομαι, θρασύνομαι, σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σφοδρύνομαι]], [from [[σφοδρός]]<br />Pass. to be or [[become]] [[vehement]], σφοδρύνεσθαι τινι to put [[unbounded]] [[trust]] in a [[thing]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 01:40, 10 January 2019

Greek Monotonic

σφοδρύνομαι: Παθ., είμαι ή γίνομαι σφοδρός, βίαιος, παράφορος· σφονδρύνεσθαί τινι, δείχνω υπερβολική πεποίθηση για κάτι, επαίρομαι, θρασύνομαι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σφοδρύνομαι, [from σφοδρός
Pass. to be or become vehement, σφοδρύνεσθαι τινι to put unbounded trust in a thing, Aesch.