καββάς: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(5)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καββάς:''' Επικ. αντί [[καταβάς]], μτχ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]].
|lsmtext='''καββάς:''' Επικ. αντί [[καταβάς]], μτχ. αορ. βʹ του [[καταβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

καββάς: ἴδε καταβαίνω· - καββασία, ἴδε καταβασία.

Greek Monolingual

καββάς (Α)
ποιητ. τ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. του καββαίνω, καταβαίνω.

Greek Monotonic

καββάς: Επικ. αντί καταβάς, μτχ. αορ. βʹ του καταβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καββάς ep. ptc. aor. act. van καταβαίνω.