ῥιζοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.
|lsmtext='''ῥιζοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥιζο-[[βόλος]], ον, [[βάλλω]]<br />[[striking]] [[root]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοβόλος Medium diacritics: ῥιζοβόλος Low diacritics: ριζοβόλος Capitals: ΡΙΖΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: rhizobólos Transliteration B: rhizobolos Transliteration C: rizovolos Beta Code: r(izobo/los

English (LSJ)

ον,

   A striking root, Nic.Th.69.

German (Pape)

[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος)].

Greek Monotonic

ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.

Middle Liddell

ῥιζο-βόλος, ον, βάλλω
striking root.