σκοπιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκοπιήτης:''' -ου, ὁ ([[σκοπιά]]), [[ορεινός]], [[ορεσίβιος]], βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
|lsmtext='''σκοπιήτης:''' -ου, ὁ ([[σκοπιά]]), [[ορεινός]], [[ορεσίβιος]], βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκοπιήτης:''' ου ὁ житель гор (эпитет Пана) Anth.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιήτης Medium diacritics: σκοπιήτης Low diacritics: σκοπιήτης Capitals: ΣΚΟΠΙΗΤΗΣ
Transliteration A: skopiḗtēs Transliteration B: skopiētēs Transliteration C: skopiitis Beta Code: skopih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (σκοπιά)

   A highlander, epith. of Pan, AP6.16 (Arch.), 34 (Rhian.), 109 (Antip.). (Glossed κατάσκοπος by Suid.)

German (Pape)

[Seite 903] ὁ, 1) der Späher, Kundschafter. – 2) der Bergbewohner; Πάν, Archi 7 (VI, 16); σκοπιῆτα Rhian. 8 (VI, 34).

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιήτης: -ου, ὁ, (σκοπιὰ) ὀρεινός, ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 16, 34, 109· ἔνθα ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει: «κατάσκοπος, πρόσκοπος», ἐκ τοῦ σκοπιάω.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui habite les lieux élevés (Pan).
Étymologie: σκοπιά.

Greek Monolingual

ὁ, Α σκοπιά / σκοπιή]
1. (κυρίως ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που κατοικεί στα βουνά, ορεσίβιος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «κατάσκοπος».

Greek Monotonic

σκοπιήτης: -ου, ὁ (σκοπιά), ορεινός, ορεσίβιος, βουνίσιος, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σκοπιήτης: ου ὁ житель гор (эпитет Пана) Anth.