λυκέη: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠκέη:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λύκου, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''λῠκέη:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λύκου, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠκέη:''' ἡ (sc. [[δορά]]) волчья шкура Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ,
A wolf's-skin, Il.10.459, Hsch.:—contr. λυκῆ App.Hisp.48, Poll.5.16.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκέη: (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λύκου, Ἰλ. Κ. 459˙ συνῃρ. λυκῆ, Ἀππ. Ἰβηρ. 48˙ περικεφαλαία ἐξ αὐτοῦ, Πολυδ. Ε΄, 16, Ἡσύχ.˙ - πρβλ. κυνέη, κυνῆ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Σύμμικτα ἐν «Ἀθηνᾶς» τ. Δ΄, σ. 324.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
λῠκέη: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λύκου, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λῠκέη: ἡ (sc. δορά) волчья шкура Hom.