Χάλυψ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Χάλυψ:''' [ᾰ], -ῠβος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έθνος]] των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την [[παρασκευή]] χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ σιδηροτέκτονες [[Χάλυβες]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως προσηγ., [[χάλυψ]], σκληρυμένος [[σίδηρος]], [[ατσάλι]], σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''Χάλυψ:''' [ᾰ], -ῠβος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[έθνος]] των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την [[παρασκευή]] χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>οἱ σιδηροτέκτονες [[Χάλυβες]]</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> ως προσηγ., [[χάλυψ]], σκληρυμένος [[σίδηρος]], [[ατσάλι]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Χάλυψ:''' ῠβος ὁ sing. к [[Χάλυβες]].
}}
}}

Revision as of 05:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ, πληθ. Χάλυβες, ἔθνος τι ἐν τῷ Πόντῳ, διάσημον διὰ τὴν παρασκευὴν τοῦ χάλυβος˙ οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες Αἰσχύλ. Πρ. 715, Ἡρόδ. 1. 28, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1˙ (περὶ ἑτέρου ἔθνους φέροντος τὸ αὐτὸ ὄνομα, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς 5. 5, 17, Στράβ. 549)˙ ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, χάλυψ, ἐσκληρωμένος σίδηρος, κοινῶς «ἀτσάλι», Αἰσχύλ. Πρ. 133, Σοφ. Τρ. 1260˙ ὡς ἐπίθ., Νόνν. Διονυσ. 36. 182˙ - ὡσαύτως χάλυβος ὡς ὀνομαστική, χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος, ὁ χάλυψ, Αἰσχύλ. Θήβ. 729˙ τὸν ἐν Χαλύβοις σίδαρον Εὐρ. Ἄλκ. 983˙ χαλύβῳ πελέκει ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 475α. 6.

Greek Monotonic

Χάλυψ: [ᾰ], -ῠβος, ὁ,
I. έθνος των Χαλύβων στον Πόντο, φημισμένο για την παρασκευή χάλυβα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· οἱ σιδηροτέκτονες Χάλυβες, σε Αισχύλ.
II. ως προσηγ., χάλυψ, σκληρυμένος σίδηρος, ατσάλι, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Χάλυψ: ῠβος ὁ sing. к Χάλυβες.