σταχυοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στᾰχυοστέφᾰνος:''' -ον, [[στεφανωμένος]] με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.
|lsmtext='''στᾰχυοστέφᾰνος:''' -ον, [[στεφανωμένος]] με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰχυοστέφᾰνος:''' с венком из колосьев (δηώ Anth.).
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠοστέφᾰνος Medium diacritics: σταχυοστέφανος Low diacritics: σταχυοστέφανος Capitals: ΣΤΑΧΥΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: stachyostéphanos Transliteration B: stachyostephanos Transliteration C: stachyostefanos Beta Code: staxuoste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d’épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.

Greek Monotonic

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).