ἐλεφαντόκωπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἐλεφαντόκωπος:''' -ον ([[κώπη]]), αυτός που έχει ελεφάντινη [[λαβή]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεφαντόκωπος:''' с рукоятью из слоновой кости ([[ξίφος]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 19:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεφαντόκωπος Medium diacritics: ἐλεφαντόκωπος Low diacritics: ελεφαντόκωπος Capitals: ΕΛΕΦΑΝΤΟΚΩΠΟΣ
Transliteration A: elephantókōpos Transliteration B: elephantokōpos Transliteration C: elefantokopos Beta Code: e)lefanto/kwpos

English (LSJ)

ον,

   A ivory-hilted, ξιφομάχαιρα Theopomp.Com. 25; ξίφη Luc.Gall. 26.

German (Pape)

[Seite 796] mit elfenbeinernem Griff; Theop. com. Poll. 7, 158; ξίφη Luc. Somn. 26; vgl. Long. 1, 2; Poll. 7, 158.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεφαντόκωπος: -ον, ἔχων λαβὴν ἐλεφαντίνην, ἐλεφαντοκώπου ξιφομαχαίρας Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Καπηλίσιν» 2· ξίφη Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poignée d’ivoire.
Étymologie: ἐλέφας, κώπη.

Spanish (DGE)

-ον
provisto de empuñadura de marfil ξιφομάχαιραι καὶ δόρη Theopomp.Com.26, ξίφη Luc.Gall.26, cf. Longus 4.21.2, μάστιγξ Sch.Ar.Au.1463a.

Greek Monolingual

ἐλεφαντόκωπος, -ον (Α)
(για ξίφος) αυτός που έχει λαβή από ελεφαντόδοντο.

Greek Monotonic

ἐλεφαντόκωπος: -ον (κώπη), αυτός που έχει ελεφάντινη λαβή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεφαντόκωπος: с рукоятью из слоновой кости (ξίφος Luc.).