ῥιπτός: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥιπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ῥιπτέω]], ριγμένος, πεταγμένος· ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου [[μόρος]], [[θάνατος]] του Ιφίτου από [[κατάρριψη]], από [[κατακρήμνιση]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ῥιπτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ῥιπτέω]], ριγμένος, πεταγμένος· ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου [[μόρος]], [[θάνατος]] του Ιφίτου από [[κατάρριψη]], από [[κατακρήμνιση]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥιπτός:''' [adj. verb. к [[ῥίπτω]] (с)брошенный: ὁ ῥ. Ἰφίτου [[μόρος]] Soph. смерть Ифита, сброшенного (Гераклом) со стен города.
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτός Medium diacritics: ῥιπτός Low diacritics: ριπτός Capitals: ΡΙΠΤΟΣ
Transliteration A: rhiptós Transliteration B: rhiptos Transliteration C: riptos Beta Code: r(ipto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A thrown, cast, hurled, ῥ. μόρος death by throwing down (a precipice), S.Tr. 357.

German (Pape)

[Seite 845] adj. verb. von ῥίπ τω, geworfen, geschleudert, Soph. Tr. 356, μόρος, der Tod des Heruntergeschleuderten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ῥιπτέω, ὁ διὰ καταρρίψεως, οὐδ’ ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος Σοφ. Τρ. 357.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
jeté, lancé : μόρος SOPH mort d’un homme qu’on lance (du haut d’un rocher).
Étymologie: adj. verb. de ῥίπτω.

Greek Monotonic

ῥιπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ῥιπτέω, ριγμένος, πεταγμένος· ὁ ῥιπτὸς Ἰφίτου μόρος, θάνατος του Ιφίτου από κατάρριψη, από κατακρήμνιση, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥιπτός: [adj. verb. к ῥίπτω (с)брошенный: ὁ ῥ. Ἰφίτου μόρος Soph. смерть Ифита, сброшенного (Гераклом) со стен города.