ποταμόνδε: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποτᾰμόνδε:''' επίρρ., στον ποταμό ή προς τον ποταμό, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ποτᾰμόνδε:''' επίρρ., στον ποταμό ή προς τον ποταμό, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ποταμόνδε [ποταμός] adv., naar de rivier. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A to or towards a river, Il.21.13, Od.10.159, al.
German (Pape)
[Seite 688] adv., in den Fluß, zum Fluß hin, Il. 21, 13 Od. 10, 159.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμόνδε: Ἐπίρρ. εἰς ποταμόν, ἢ πρὸς ποταμόν, Ἰλ. Φ. 13, Ὀδ. Κ. 159, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
vers le fleuve ou dans le fleuve avec mouv.
Étymologie: ποταμός, -δε.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. προς τον ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. ποταμόν του ποταμός + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλιν-δε)].
Greek Monotonic
ποτᾰμόνδε: επίρρ., στον ποταμό ή προς τον ποταμό, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποταμόνδε [ποταμός] adv., naar de rivier.