πρόσεξις: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρόσεξις:''' ἡ ([[προσέχω]]), [[προσοχή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πρόσεξις:''' ἡ ([[προσέχω]]), [[προσοχή]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσεξις -εως, ἡ [προσέχω] aandacht, concentratie.
}}
}}

Revision as of 11:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσεξις Medium diacritics: πρόσεξις Low diacritics: πρόσεξις Capitals: ΠΡΟΣΕΞΙΣ
Transliteration A: prósexis Transliteration B: prosexis Transliteration C: proseksis Beta Code: pro/secis

English (LSJ)

εως, ἡ, (προσέχω)

   A application, τοῦ νοῦ Pl.R.407b: abs., attention, Id.Def.413d.

German (Pape)

[Seite 760] ἡ, das Hinrichten, τοῦ νοῦ, Aufmerksamkeit, Plat. Rep. III, 407 b.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσεξις: ἡ, (προσέχω), προσοχή, Πλάτ. Πολ. 407Β, Ὅρ. 413D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
attention.
Étymologie: προσέχω.

Greek Monolingual

-έξεως, ἡ, Α προσέχω
προσοχή, προσήλωσηνοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῡ νοῡ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

πρόσεξις: ἡ (προσέχω), προσοχή, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσεξις -εως, ἡ [προσέχω] aandacht, concentratie.