τετρακόρυμβος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰκόρυμβος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.
|lsmtext='''τετρᾰκόρυμβος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από [[τέσσερις]] συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰκόρυμβος:''' с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями ([[κισσός]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 04:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρυμβος Medium diacritics: τετρακόρυμβος Low diacritics: τετρακόρυμβος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΥΜΒΟΣ
Transliteration A: tetrakórymbos Transliteration B: tetrakorymbos Transliteration C: tetrakorymvos Beta Code: tetrako/rumbos

English (LSJ)

ον,

   A thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blüthenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].

Greek Monotonic

τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰκόρυμβος: с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями (κισσός Anth.).