τετρακόρυμβος
ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives
English (LSJ)
τετρακόρυμβον, thick-clustering, κισσός AP7.23 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Frucht- od. Blütenbüscheln, übh. vieltraubig, κισσός Antp. Sid. 72 (VII, 23).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre grappes.
Étymologie: τέσσαρες, κόρυμβος.
Russian (Dvoretsky)
τετρᾰκόρυμβος: с четырьмя гроздьями, т. е. гусю увешанный гроздьями (κισσός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόρυμβος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς κορύμβους, κισσὸς Ἀνθ. Π. 7. 23.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς θυσάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κόρυμβος «κορυφή, θύσανος»].
Greek Monotonic
τετρᾰκόρυμβος: -ον, αυτός που αποτελείται από τέσσερις συστάδες, δηλ. που έχει πυκνές συστάδες, σε Ανθ.
Middle Liddell
τετρᾰ-κόρυμβος, ον,
with four clusters, i. e. thick clustering, Anth.