λεπτουργέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''λεπτουργέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">1.</b> κάνω λεπτή [[εργασία]] (δηλ. [[δίνω]] [[έμφαση]] στη [[λεπτομέρεια]]), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., = [[λεπτολογέω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''λεπτουργέω:''' <b class="num">1)</b> изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;<br /><b class="num">2)</b> тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat.
}}
}}

Revision as of 23:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτουργέω Medium diacritics: λεπτουργέω Low diacritics: λεπτουργέω Capitals: ΛΕΠΤΟΥΡΓΕΩ
Transliteration A: leptourgéō Transliteration B: leptourgeō Transliteration C: leptourgeo Beta Code: leptourge/w

English (LSJ)

   A do fine work, of carvers and turners, Plu.Aem.37, 2.997d:—Pass., of a drug, to be finely powdered, Gal.11.404.    2 metaph., = λεπτολογέω, E.Hipp.923, Pl.Plt.262b; recount in detail, ib.294d; ὅσα ἔδρασεν ἡμᾶς ἀγαθὰ καθ' ἕκαστον λ. Jul.Or.3.123c.

German (Pape)

[Seite 31] feine Arbeit machen, bes. vom Tischler u. Drechsler, καὶ τορνεύειν Plut. Aem. Paul. 37, u. a. Sp. – Uebertr., fein arbeiten, auch = λεπτολογέω, Plat. Polit. 262 b 294 d, wie Eur. ἀλλ' οὐ γὰρ ἐν δέοντι λεπτουργεῖς, Hipp. 923.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτουργέω: κάμνω λεπτὴν ἐργασίαν ἐπὶ ξυλουργῶν καὶ τορνευτῶν, Πλουτ. Αἰμίλ. 37, 2. 997D. 2) μεταφορ. = λεπτολογέω, Εὐρ. Ἱππ. 923, Πλάτ. Πολιτικ. 262Β, 249D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 travailler finement, faire des ouvrages délicats;
2 fig. subtiliser.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.

Greek Monotonic

λεπτουργέω: μέλ. -ήσω,
1. κάνω λεπτή εργασία (δηλ. δίνω έμφαση στη λεπτομέρεια), λέγεται για ξυλουργούς και τορναδόρους, σε Πλούτ.
2. μεταφ., = λεπτολογέω, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λεπτουργέω: 1) изготовлять изящные вещи, искусно работать Plut.;
2) тонко рассуждать или говорить, вдаваться в тонкости, умствовать Eur., Plat.